Παράρτημα

«Πειραγμένες» παροιμίες με αφορμή την παράσταση

-Ένα κουμπί δε φέρνει την άνοιξη
-Όλα τα ΄χε η Μαριορή, το κουμπί τής έλειπε
-Τρώγεται με τα κουμπιά τ'
-Τέτοιο παλτό, τέτοιο κουμπί
-Καλά είνι να ΄χεις του κουμπί σ' κι ιγώ του δικό μ'
-Χαίριτι ου νιος τα νιάτα τ’ κι ου Γιάννης τα κουμπιά τ’
-Απ' όπου πηδάει το σακάκι, πηδάει και το κουμπί
-Χουρίζ' η μάνα απ΄του πιδί κι του κουμπί απ' του πέτου
-Δικό μ' είνι του παλτό, δικό μ' κι του κουμπί
-Έβγαλαν τα κουμπιά τους στο μεϊντάν
-Κουμπί που φαίνεται κολαούζο δε θέλει
-Φταίει του σακάκι, χτυπούμι του κουμπί
-Φύλαγε τα κουμπιά σου να ΄χεις τα μισά
-Το καλό το κουμπί στο κρύο φαίνεται
-Τι ΄ναι ο κάβουρας, τι ΄ναι το κουμπί του
-Κακό κουμπί ψόφο δεν έχει
-Και οι τοίχοι έχουν κουμπιά
-Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το κουμπάκι
-Κουμπάκι από τον τόπο σου κι ας είν' και μπαλωμένο
-Δεν ιδρώνει το κουμπί του
-Δώσε τόπο στο κουμπί
-Απ' το κουμπί και στο δάσκαλο
-Πυρ, κουμπί και θάλασσα
-Άφησε το γάμο και πήγε για κουμπάκια
-Το κουμπί κουμπί δεν έχει και χαράς τον που το έχει
-Κουμπώνω ξεκουμπώνω, τον κλέφτη μέσα βρίσκω
-Καλημέρα Γιάννη! Kουμπιά σπέρνω
-Κουμπάκι το κουμπάκι, γεμίζει το σακάκι
-Ράβε ξήλωνε, κουμπιά να μη σου λείπουν
-Το s και το κουμπί δεν κρύβονται
-Ο Θεός αγαπάει το κουμπί, αγαπάει και την κουμπότρυπα
-Όποιος έχει το κουμπί, κουμπιάζεται
-Όχι Κουμπής, Κουμπάκης
-Όποιος κουμπώνει τελευταίος κουμπώνει καλύτερα
-Κύλησε το κουμπί και βρήκε την κουμπότρυπα
-Στου κουμπιού την τρύπα, όσο θέλεις ράβε
-Κάλλιο να σου βγει το κουμπί παρά το όνομα
-Πού πας ξεκούμπωτος στ’ αγκάθια;
-Ούτε κουμπί στο πέτο του
-Το έξυπνο κουμπί από την τρύπα ράβεται
-Τρία κουμπάκια κάθονταν και πλέκανε πλεξούδες
-Δείξε μου το κουμπί σου να σου πω ποιος είσαι
-Το κουμπί κάτω από τον λαιμό θα πέσει
-Το κουμπί βγήκε απ’ το πέτο
-Άλλος το κουμπί του κι άλλος το παλτό του
-Κουμπιά που δεν κουμπώνονται γρήγορα ξεκουμπώνονται
-Μ’ ένα κουμπί δυο κουμπότρυπες
-Για το κουμπί κολάζεσαι, με το κουμπί κι αγιάζεις


Κάτι σε γλωσσοδέτη

-Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες και... το κουμπί;
-Μια πάπια μα ποια πάπια; Μια πάπια με... κουμπιά!


Από τη διεθνή… κουμπολογία 

-Κουμπί or not κουμπί??



Υλικό για το κουμπί

Παροιμίες

«Βρήκα ένα κουμπί κι έραψα ένα φόρεμα»: χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι ένα σημαντικό δημιούργημα μπορεί να προκύψει από μια αφορμή μικρή και ταπεινή.

«Τα κουμπιά της Αλέξαινας»: χαρακτηριστική φράση όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι αντιμετωπίζουμε κάποια δυσκολία. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κουμπιά αλλά για... πολεμίστρες, τις οποίες ο λαός, την εποχή της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, τις ονόμαζε «κομβίες» ,από το γαλλικό «κομπά» (combat), που σήμαινε αγώνας και μάχη. Σύμφωνα με την παράδοση στην πολιορκία της Ακροκορίνθου το 1207, ο διοικητής Λέων Σγουρός αλλά και η σύζυγός του, η οποία ήταν και κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’ και ο λαός την ονόμαζε «Αλέξαινα», αποφάσισαν να διαθέσουν μέρος της περιουσίας τους για να ανορθώσουν τις πολεμίστρες του κάστρου. Χάρη στις «κομβίες της Αλέξαινας», τις πολεμίστρες δηλαδή που είχαν χτιστεί με τα δικά της χρήματα, οι Φράγκοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν το φρούριο και οι Έλληνες διέδιδαν χαρούμενοι ότι «οι κομβίες της Αλέξαινας αντέχουν ακόμα!». Η φράση έφτασε ως τις μέρες μας ως «τα κουμπιά της Αλέξαινας» και χρησιμοποιείται για να εκφράσει κάποια δυσχερή κατάσταση.


Αινίγματα

Μόλις μπαίνουν στο σπίτι τους,
βγάζουν τα κεφάλια τους έξω απ’ τα παράθυρα. Τι είναι;
Τα κουμπιά

Κάτι κοπέλες στρογγυλές,
σαν μπούνε μες τα σπίτια τους,
βγαίνουν στα παραθύρια. Τι είναι;
Τα κουμπιά

Μπαίνει στην τρύπα του και πάλι μένει απ' έξω. Τι είναι;
Το κουμπί


Γλωσσοδέτης

Ο Ρουμπής ο κουμπής
ο ρουμποκομπολογής
επήγε να ρουμπέψει, να κουμπέψει
να ρουμποκομπολογέψει
και τον πιάνουν οι ρουμπήτες οι κουμπήτες
οι ρουμποκομπολογήτες
και του κόψαν τα ρουμπιά του,
τα κουμπιά του, τα ρουμποκομπόλογά του.
Γιατί Ρουμπή κουμπή πήγες να ρουμπέψεις,
να κουμπέψεις, να ρουμποκομπολογέψεις
και σε πιάσαν οι ρουμπήτες οι κουμπήτες,
οι ρουμποκομπολογήτες
και σου κόψαν τα ρουμπιά σου,
τα κουμπιά σου τα ρουμποκομπόλογά σου;


Ένα παραμύθι από τη Γκάνα:
Το όνειρο του Γιόμο

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας φτωχός, πολύ φτωχός άνθρωπος, τόσο φτωχός που δεν είχε παρά ένα όνομα κι ένα όνειρο. Τ' όνομά του ήταν Γιόμο. Κι όλοι το ήξεραν στο χωριό. Κανένας, ωστόσο, δεν ήξερε τ' όνειρό του. Κανένας δεν είχε ακούσει ποτέ πως ο Γιόμο ήθελε ν' αγοράσει μια καινούρια, πολύχρωμη, μα πανάκριβη φορεσιά.
Μέρα νύχτα δούλευε ο Γιόμο. Δούλευε για το όνειρο. Για να μαζέψει χρήματα και ν' αγοράσει τη φορεσιά. Μα τα χρήματα δεν έφταναν. Κι ο Γιόμο όλο και πιο σκληρά δούλευε, όλο και πιο σκληρά...
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια κι ο Γιόμο κάποτε τα κατάφερε. Μέτρησε τα χρήματα που είχε μαζέψει, έβαλε τα νομίσματα το ένα πάνω στο άλλο και κείνα έφτασαν ψηλά, πολύ ψηλά, ίσαμε τ' όνειρο. Και τότε αγόρασε τη φορεσιά. Ήταν πολύχρωμη, ολοκαίνουρια! Ίδια με κείνη του ονείρου!
Όλοι στο χωριό θαύμαζαν τώρα του Γιόμο τη φορεσιά. Κι εκείνος δεν έλεγε να τη βγάλει από πάνω του. Δεν έλεγε να φορέσει άλλο ρούχο. Χρόνια κοπίασε, χρόνια στερήθηκε, καιρός τώρα να χαρεί τ' όνειρό του. Θα τη φορούσε, λοιπόν, θα τη φορούσε ώσπου να λιώσει…
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια κι άρχισε κάποτε να λιώνει, να σκίζεται η φορεσιά. Ο Γιόμο δεν απελπίστηκε. Το ύφασμα ήταν πάντα πολύχρωμο. Κι είχε μείνει αρκετό για ένα γιλέκο. Πήγε, λοιπόν, στον ράφτη, τον παρακάλεσε κι εκείνος του έραψε ένα γιλέκο με τα γερά κομμάτια που είχαν μείνει απ' τη φορεσιά. Όλοι στο χωριό θαύμαζαν τώρα το γιλέκο του Γιόμο. Κι εκείνος δεν έλεγε να το βγάλει από πάνω του. Χρόνια και χρόνια είχε κοπιάσει για κείνο το ύφασμα. Θα το φορούσε, λοιπόν, το γιλέκο, θα το φορούσε ώσπου να λιώσει.
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια και το γιλέκο άρχισε πια να λιώνει, να σκίζεται. Ο Γιόμο, ωστόσο, δεν απελπίστηκε. Το ύφασμα ήταν ακόμη πολύχρωμο κι είχε μείνει αρκετό για έναν σκούφο. Πήγε, λοιπόν, στον ράφτη, τον παρακάλεσε κι εκείνος του έφτιαξε έναν σκούφο με τα γερά κομμάτια που είχαν μείνει απ' το γιλέκο. Όλοι στο χωριό θαύμαζαν τώρα τον σκούφο του Γιόμο. Κι εκείνος δεν έλεγε να τον βγάλει απ' το κεφάλι του. Χρόνια και χρόνια είχε δουλέψει για το πολύχρωμο ύφασμα. Θα φορούσε, λοιπόν, τον σκούφο, θα τον φορούσε ώσπου να λιώσει.
Κι όταν πέρασαν μέρες και πέρασαν μήνες και πέρασαν χρόνια, έλιωσε και ο σκούφος, μα ο Γιόμο πάλι δεν απελπίστηκε. Με το ύφασμα που 'χε απομείνει, έδωσε και του έφτιαξαν ένα κουμπί για το παλιό του το ρούχο. Και το κουμπί έγινε τόσο ωραίο, που όλοι το θαύμαζαν στο χωριό.
Πέρασαν όμως κι άλλες μέρες κι άλλοι μήνες κι άλλα χρόνια. Και κάποτε έλιωσε ακόμη και το κουμπί. "Τούτο το μικρούτσικο κομματάκι που απόμεινε", του είπαν τότε οι φίλοι του στο χωριό, "τίποτα πια δεν μπορείς να το κάνεις".
Ο Γιόμο, ωστόσο, είχε μάθει να μην απελπίζεται. Χαμογέλασε, λοιπόν, σαν τους άκουσε, και το ίδιο βράδυ το τριμμένο κουμπί της πολύχρωμης φορεσιάς το έκανε… παραμύθι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου